απώμοτος

απώμοτος
ἀπώμοτος, -ον (Α)
1. αυτό που ισχυρίζεται κάποιος με όρκο ότι δεν έγινε ή δεν είναι δυνατόν να γίνει («βροτοῑσιν οὐδὲν ἔστ' ἀπώμοτον» — δεν πρέπει ποτέ να ορκίζεται ο άνθρωπος πως δεν θα κάνει κάτι, Σοφ.)
2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ορκιστεί να μην κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απόμνυμι. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπώμοτος — abjured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπώμοτον — ἀπώμοτος abjured masc/fem acc sg ἀπώμοτος abjured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπωμότου — ἀπώμοτος abjured masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απωμοτικός — ἀπωμοτικός, ή, όν (AM) [απώμοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένορκη άρνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”